b

http://www.youtube.com/watch?v=IkWvC-nfjWY

Σύνταγμα του Κράτους

MEPOΣ TPITO - Oργάνωση και λειτουργίες της Πολιτείας
TMHMA ΣT΄ - Διοίκηση
KEΦAΛAIO ΠPΩTO - Oργάνωση της διοίκησης
'Αρθρο 102 - (Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης)
1. Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού. Υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης συντρέχει τεκμήριο αρμοδιότητας για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Νόμος καθορίζει το εύρος και τις κατηγορίες των τοπικών υποθέσεων, καθώς και την κατανομή τους στους επί μέρους βαθμούς. Με νόμο μπορεί να ανατίθεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους.
2. Oι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Oι αρχές τους εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία, όπως νόμος ορίζει.
3. Με νόμο μπορεί να προβλέπονται για την εκτέλεση έργων ή την παροχή υπηρεσιών ή την άσκηση αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης αναγκαστικοί ή εκούσιοι σύνδεσμοι οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης που διοικούνται από αιρετά όργανα.
4. Το Κράτος ασκεί στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης εποπτεία που συνίσταται αποκλειστικά σε έλεγχο νομιμότητας και δεν επιτρέπεται να εμποδίζει την πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση τους. O έλεγχος νομιμότητας ασκείται, όπως νόμος ορίζει. Πειθαρχικές ποινές στα αιρετά όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης, εκτός από τις περιπτώσεις που συνεπάγονται αυτοδικαίως έκπτωση ή αργία, επιβάλλονται μόνο ύστερα από σύμφωνη γνώμη συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές, όπως νόμος ορίζει.
5. Το Κράτος λαμβάνει τα νομοθετικά, κανονιστικά και δημοσιονομικά μέτρα που απαιτούνται για την εξασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας και των πόρων που είναι αναγκαίοι για την εκπλήρωση της αποστολής και την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης με ταυτόχρονη διασφάλιση της διαφάνειας κατά τη διαχείριση των πόρων αυτών. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την απόδοση και κατανομή, μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των φόρων ή τελών που καθορίζονται υπέρ αυτών και εισπράττονται από το Κράτος. Κάθε μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από κεντρικά ή περιφερειακά όργανα του Κράτους προς την τοπική αυτοδιοίκηση συνεπάγεται και τη μεταφορά των αντίστοιχων πόρων. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τον καθορισμό και την είσπραξη τοπικών εσόδων απευθείας από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.
Νομολογία - διοικητικά
(ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2009 - ΤΕΥΧΟΣ 57)
Αριθμός απόφασης: ΣτΕ 2414/2009
Τμήμα: Τμήμα Γ'

Πρόεδρος: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: Μ. Πικραμένος, Πάρεδρος

Οι διατάξεις των εδαφίων α΄ και β΄ της παρ. 2 του άρθρου 146 του ΔΚΚ, σύμφωνα με τις οποίες ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας υποχρεούται να επιβάλει το διοικητικό μέτρο της αργίας όταν διαπιστώσει ότι συντρέχει η προϋπόθεση του νόμου (εν προκειμένω πρωτόδικη καταδίκη για τέλεση κακουργημάτων) και δεν έχει διακριτική ευχέρεια να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων μέτρων, δεν πλήσσουν το παθητικό εκλογικό δικαίωμα του εκλεγμένου δημοτικού άρχοντα καθώς και το συναφές πολιτικό δικαίωμα κατοχής και άσκησης του δημοτικού αξιώματος ούτε αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
Άρθρα 146 παρ. 2 ν. 3463/2006, 1 παρ. 2, 5 παρ. 1, 52, 102 παρ. 4 Σ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των εδαφίων α΄ και β΄ της παρ. 2 του άρθρου 146 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα συνάγεται ότι ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας οφείλει να θέσει σε αργία δημοτικό ή κοινοτικό άρχοντα ο οποίος έχει καταδικασθεί πρωτοδίκως όχι μόνο για τα αναφερόμενα στο εδάφιο γ΄ της παρ.1 του ίδιου άρθρου πλημμελήματα αλλά και για την τέλεση κακουργημάτων εωσότου εκδοθεί τελεσίδικη αθωωτική απόφαση οπότε και αίρεται αυτοδικαίως το επιβληθέν διοικητικό μέτρο της αργίας. Το εν λόγω διοικητικό μέτρο της αργίας έχει θεσπισθεί προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο επιβάλλει όπως οι δημοτικοί ή κοινοτικοί άρχοντες που εμπίπτουν στις ανωτέρω περιπτώσεις, απομακρύνονται προσωρινώς από την ενεργό άσκηση των καθηκόντων τους, ώστε να διασφαλίζεται το αδιάβλητο των ενεργειών του οικείου ΟΤΑ (ΣτΕ 27/2008, πρβλ. ΣτΕ 1120/2005, 5258/1996 7μ., 972/1994). Οι ανωτέρω διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας υποχρεούται να επιβάλει το διοικητικό μέτρο της αργίας όταν διαπιστώσει ότι συντρέχει η προϋπόθεση του νόμου και δεν έχει διακριτική ευχέρεια να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων μέτρων, δεν πλήσσουν το παθητικό εκλογικό δικαίωμα του εκλεγμένου δημοτικού άρχοντα καθώς και το συναφές πολιτικό δικαίωμα κατοχής και άσκησης του δημοτικού αξιώματος ούτε αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, εφόσον στο άρθρο 102 παρ. 4 του Συντάγματος ρητώς προβλέπεται ότι στην άσκηση εποπτείας του Κράτους επί των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως περιλαμβάνεται και η λήψη του διοικητικού μέτρου της αυτοδίκαιης αργίας, η οποία, κατά τον νόμο, έχει προσωρινό χαρακτήρα και επιβάλλεται για κακουργήματα και ορισμένα, περιοριστικώς αναφερόμενα στον νόμο, πλημμελήματα, την απαξία των οποίων και τη συνακόλουθη ανάγκη προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και διαφύλαξης του κύρους της αιρετής ηγεσίας της τοπικής αυτοδιοικήσεως στάθμισε, καταρχήν, ο ίδιος ο νομοθέτης που θεμιτώς επέλεξε το μέτρο της αυτοδίκαιης αργίας, ως το πλέον πρόσφορο (ΣτΕ 27/2008). Εξάλλου, το διοικητικό μέτρο της αργίας δεν κωλύει τη συμμετοχή στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές εκείνων των δημοτικών και κοινοτικών αρχόντων εις βάρος των οποίων έχει επιβληθεί και επιθυμούν να θέσουν εκ νέου υποψηφιότητα και να επανεκλεγούν, το εν λόγω δε μέτρο μπορεί να εκτείνεται σε περισσότερες δημοτικές περιόδους αφού ο νόμος συνδέει την λήξη του με την έκδοση τελεσίδικης αθωωτικής δικαστικής απόφασης.
Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών, κοινοτικός σύμβουλος της Κοινότητας […], τέθηκε σε κατάσταση αργίας με την προσβαλλόμενη πράξη λόγω του ότι καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό, με την …/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), σε ποινή κάθειρξης είκοσι πέντε ετών και χρηματική ποινή είκοσι δύο χιλιάδων (22.000) ευρώ για τα αδικήματα της προμήθειας και κατοχής εκρηκτικών υλών, της απλής συνέργειας σε εκρήξεις, της απλής συνέργειας σε μια ανθρωποκτονία και σαράντα οκτώ απόπειρες ανθρωποκτονίας κατά συρροή και κατά συναυτουργία.
Επειδή, ο αιτών προβάλλει ότι κατά τον χρόνο ανακήρυξής του ως υποψήφιου προέδρου της Κοινότητας […], για τις κοινοτικές εκλογές της 15.10.2006, η ως άνω καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων δεν είχε καταστεί αμετάκλητη και ως εκ τούτου δεν συνέτρεχε κώλυμα εκλογιμότητας στο πρόσωπό του, εφόσον δεν υπαγόταν σε κανένα από τα κωλύματα που προβλέπει το άρθρο 29 παρ. 2 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, με συνέπεια να λάβει μέρος στις ανωτέρω εκλογές και να εκλεγεί κοινοτικός σύμβουλος. Κατά τον αιτούντα η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη διότι οι διατάξεις του άρθρου 146 παρ. 2 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, ερμηνευόμενες ενόψει της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρο 1 παρ. 2 Σ), του δικαιώματος συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ) και της αρχής της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης (άρθρο 52 του Σ), δεν καταλαμβάνουν την περίπτωση προσώπου το οποίο, μετά την έκδοση της πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης, ανακηρύχθηκε υποψήφιο, συμμετείχε στις εκλογές και εξελέγη δημοτικός ή κοινοτικός άρχοντας, δεδομένου ότι η επιβολή του μέτρου της αργίας εμποδίζει τον εκλεγέντα να ασκήσει τα καθήκοντά του παρά το γεγονός ότι ο νομοθέτης επιτρέπει τη συμμετοχή του στις εκλογές, με περαιτέρω συνέπεια να καθίσταται ανενεργό το δικαίωμά του για συμμετοχή στην πολιτική ζωή της χώρας. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο νομοθέτης σταθμίζοντας αφενός το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα καθενός για συμμετοχή στην πολιτική ζωή της χώρας και αφετέρου την ανάγκη διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος προβλέπει μεν ότι η καταδικαστική σε πρώτο βαθμό ποινική απόφαση για κακούργημα δεν συνιστά κώλυμα εκλογιμότητας, όμως σε περίπτωση εκλογής προσώπου κατά του οποίου έχει εκδοθεί πρωτοβάθμια καταδικαστική απόφαση επιβάλλεται εις βάρος του αυτοδίκαιη αργία, ως διοικητικό μέτρο, εωσότου εκδοθεί τελεσίδικη αθωωτική απόφαση, προκειμένου να μην ασκεί προσωρινώς τα καθήκοντα του δημοτικού ή κοινοτικού άρχοντα, το μέτρο δε αυτό μπορεί να εκτείνεται σε περισσότερες δημοτικές περιόδους.
Επειδή, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι νόμιμη εφόσον δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως ως αυτουργός ή συμμέτοχος σε κακούργημα. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, για τη θέση δημοτικού ή κοινοτικού άρχοντα σε αυτοδίκαιη αργία δεν απαιτείται, κατά το άρθρο 146 παρ. 2 α΄ και β΄ του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, αμετάκλητη απόφαση αλλά πρωτοβάθμια καταδικαστική απόφαση, η οποία εν προκειμένω έχει εκδοθεί.
ΝΟΜΟΣ 3463/06

Άρθρο 146
Έκπτωση εξαιτίας καταδίκης
1. Οι δήμαρχοι, οι αντιδήμαρχοι, οι πρόεδροι Κοινοτή−
των, οι δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι, καθώς και
οι σύμβουλοι δημοτικών και τοπικών διαμερισμάτων
και οι πάρεδροι εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμά
τους:
α) Αν στερηθούν τη διαχείριση της περιουσίας τους
με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
β) Αν στερηθούν τα πολιτικά τους δικαιώματα με αμε−
τάκλητη δικαστική απόφαση.
γ) Αν καταδικαστούν με αμετάκλητη δικαστική από−
φαση, ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι σε κακούργημα ή
σε οποιαδήποτε ποινή για παραχάραξη, κιβδηλεία,
πλαστογραφία, ψευδή βεβαίωση, δωροδοκία, εκβίαση,
κλοπή, υπεξαίρεση, απιστία, απάτη, καταπίεση, αιμομι−
ξία, μαστροπεία, σωματεμπορία, παράνομη διακίνηση
αλλοδαπών, παράβαση της νομοθεσίας για την κατα−
πολέμηση των ναρκωτικών, τη λαθρεμπορία, καθώς και
για παράβαση καθήκοντος, εφόσον από τη διάπραξη του
αδικήματος αυτού προξενείται οικονομική βλάβη στο
Δήμο, στην Κοινότητα ή στα νομικά τους πρόσωπα.
Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του
Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας.
2. α. Όταν γίνεται παραπομπή για κακούργημα με
αμετάκλητο βούλευμα ή με απευθείας κλήση, κατά της
οποίας έχει εξαντληθεί το δικαίωμα προσφυγής, ο Γενι−
κός Γραμματέας της Περιφέρειας οφείλει να θέσει τον
εγκαλούμενο σε κατάσταση αργίας, η οποία διατηρείται
σε περίπτωση έκδοσης καταδικαστικής απόφασης του
ποινικού δικαστηρίου. Εάν εκδοθεί αθωωτική απόφαση,
η αργία αίρεται αυτοδικαίως και η διοικητική ποινή θε−
ωρείται ως μηδέποτε επιβληθείσα.
β.α. Εάν εκδοθεί καταδικαστική απόφαση του Ποινικού
Δικαστηρίου, σε πρώτο βαθμό, για τα πλημμελήματα
της προηγούμενης παραγράφου, ο Γενικός Γραμματέας
της Περιφέρειας οφείλει να θέσει τον καταδικασθέντα
σε κατάσταση αργίας, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη
αθωωτική απόφαση, οπότε και αίρεται αυτοδικαίως η
αργία, το δε διοικητικό μέτρο θεωρείται ως ουδέποτε
επιβληθέν.
β.β. Ως καταδικαστική απόφαση, σε πρώτο βαθμό, για
τους δημάρχους και τους προέδρους των Κοινοτήτων,
θεωρείται αυτή που εκδίδεται από το Τριμελές Ποινικό
Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 7 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Αυτό είναι το άρθρο του νόμου. Τα παρακάτω είναιεπεξηγησεις του κυρίου Ζυγούρη:
1. Η διάταξη της παρ 2, η οποία προβλέπει την επιβολή του διοικητικού μέτρου της αργίας, δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 102 του Συντάγματος καθόσον στα συνταγματικά πλαίσια της εποπτείας του κράτους επί των ΟΤΑ περιλαμβάνεται και η δυνατότητα λήψης διοικητικών μέτρων σε βάρος δημοτικών και κοινοτικών αρχόντων για λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΣΤΕ 974/1994, 5259/1996).
2. Παγίως το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται ότι η θέση σε αργία αιρετού δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 146 του ΔΚΚ αποτελεί διοικητικό μέτρο που έχει θεσπιστεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος, το οποίο επιβάλλει όπως οι υπό κατηγορία τελούντες αιρετοί απομακρύνονται προσωρινώς της ενεργού ασκήσεως των καθηκόντων τους ώστε να διασφαλίζεται το αδιάβλητο των ενεργειών της δημοτικής και κοινοτικής αρχής.
3. Σε περίπτωση που κάποιος αιρετός τίθεται σε αργία μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και στη συνέχεια αθωωθεί στο δεύτερο βαθμό, ο δικαιωθείς δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της πράξης όχι μόνο από της δημοσιεύσεως της εφετειακής απόφασης αλλά και πριν καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτή παρέμεινε ισχυρή (ΣΤΕ 5258/1996).
4. Για την επέλευση του αποτελέσματος της θέσεως αιρετού σε αργία είναι αδιάφορος ο χρόνος τελέσεως του σχετικού ποινικού αδικήματος (ΣΤΕ 1314/1983, 4343/1987). Περαιτέρω η δημιουργούμενη εκ του αμετακλήτου παραπεμπτικού βουλεύματος κατάσταση, η οποί συνεπάγεται το διοικητικό μέτρο της αργίας, καταλαμβάνει το σύνολο του χρόνου της υποδικίας (Γνωμ. ΝΣΚ 624/1996). Συνεπώς, τα αιρετά όργανα των ΟΤΑ που έχουν τεθεί σε αργία κατ’ άρθρο 146 του ΔΚΚ για την προηγούμενη δημοτική περίοδο και επανεξελέγησαν για την τρέχουσα, χωρίς ακόμη να έχει εκδοθεί η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, ο Γενικός Γραμματέας της Περιφερείας οφείλει δια νέας αποφάσεώς του να τα θέσει και πάλι σε αργία (Γνωμ. ΝΣΚ 305/1999).


Εν Αθήναις την 15-12-2006
Ο Νομικός Σύμβουλος της ΚΕΔΚΕ
Πάνος Ζυγούρης