Νομολογία - διοικητικά
(ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2009 - ΤΕΥΧΟΣ 57)
Αριθμός απόφασης: ΣτΕ 2414/2009
Τμήμα: Τμήμα Γ'

Πρόεδρος: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: Μ. Πικραμένος, Πάρεδρος

Οι διατάξεις των εδαφίων α΄ και β΄ της παρ. 2 του άρθρου 146 του ΔΚΚ, σύμφωνα με τις οποίες ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας υποχρεούται να επιβάλει το διοικητικό μέτρο της αργίας όταν διαπιστώσει ότι συντρέχει η προϋπόθεση του νόμου (εν προκειμένω πρωτόδικη καταδίκη για τέλεση κακουργημάτων) και δεν έχει διακριτική ευχέρεια να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων μέτρων, δεν πλήσσουν το παθητικό εκλογικό δικαίωμα του εκλεγμένου δημοτικού άρχοντα καθώς και το συναφές πολιτικό δικαίωμα κατοχής και άσκησης του δημοτικού αξιώματος ούτε αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
Άρθρα 146 παρ. 2 ν. 3463/2006, 1 παρ. 2, 5 παρ. 1, 52, 102 παρ. 4 Σ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των εδαφίων α΄ και β΄ της παρ. 2 του άρθρου 146 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα συνάγεται ότι ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας οφείλει να θέσει σε αργία δημοτικό ή κοινοτικό άρχοντα ο οποίος έχει καταδικασθεί πρωτοδίκως όχι μόνο για τα αναφερόμενα στο εδάφιο γ΄ της παρ.1 του ίδιου άρθρου πλημμελήματα αλλά και για την τέλεση κακουργημάτων εωσότου εκδοθεί τελεσίδικη αθωωτική απόφαση οπότε και αίρεται αυτοδικαίως το επιβληθέν διοικητικό μέτρο της αργίας. Το εν λόγω διοικητικό μέτρο της αργίας έχει θεσπισθεί προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο επιβάλλει όπως οι δημοτικοί ή κοινοτικοί άρχοντες που εμπίπτουν στις ανωτέρω περιπτώσεις, απομακρύνονται προσωρινώς από την ενεργό άσκηση των καθηκόντων τους, ώστε να διασφαλίζεται το αδιάβλητο των ενεργειών του οικείου ΟΤΑ (ΣτΕ 27/2008, πρβλ. ΣτΕ 1120/2005, 5258/1996 7μ., 972/1994). Οι ανωτέρω διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας υποχρεούται να επιβάλει το διοικητικό μέτρο της αργίας όταν διαπιστώσει ότι συντρέχει η προϋπόθεση του νόμου και δεν έχει διακριτική ευχέρεια να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων μέτρων, δεν πλήσσουν το παθητικό εκλογικό δικαίωμα του εκλεγμένου δημοτικού άρχοντα καθώς και το συναφές πολιτικό δικαίωμα κατοχής και άσκησης του δημοτικού αξιώματος ούτε αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, εφόσον στο άρθρο 102 παρ. 4 του Συντάγματος ρητώς προβλέπεται ότι στην άσκηση εποπτείας του Κράτους επί των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως περιλαμβάνεται και η λήψη του διοικητικού μέτρου της αυτοδίκαιης αργίας, η οποία, κατά τον νόμο, έχει προσωρινό χαρακτήρα και επιβάλλεται για κακουργήματα και ορισμένα, περιοριστικώς αναφερόμενα στον νόμο, πλημμελήματα, την απαξία των οποίων και τη συνακόλουθη ανάγκη προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και διαφύλαξης του κύρους της αιρετής ηγεσίας της τοπικής αυτοδιοικήσεως στάθμισε, καταρχήν, ο ίδιος ο νομοθέτης που θεμιτώς επέλεξε το μέτρο της αυτοδίκαιης αργίας, ως το πλέον πρόσφορο (ΣτΕ 27/2008). Εξάλλου, το διοικητικό μέτρο της αργίας δεν κωλύει τη συμμετοχή στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές εκείνων των δημοτικών και κοινοτικών αρχόντων εις βάρος των οποίων έχει επιβληθεί και επιθυμούν να θέσουν εκ νέου υποψηφιότητα και να επανεκλεγούν, το εν λόγω δε μέτρο μπορεί να εκτείνεται σε περισσότερες δημοτικές περιόδους αφού ο νόμος συνδέει την λήξη του με την έκδοση τελεσίδικης αθωωτικής δικαστικής απόφασης.
Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών, κοινοτικός σύμβουλος της Κοινότητας […], τέθηκε σε κατάσταση αργίας με την προσβαλλόμενη πράξη λόγω του ότι καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό, με την …/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), σε ποινή κάθειρξης είκοσι πέντε ετών και χρηματική ποινή είκοσι δύο χιλιάδων (22.000) ευρώ για τα αδικήματα της προμήθειας και κατοχής εκρηκτικών υλών, της απλής συνέργειας σε εκρήξεις, της απλής συνέργειας σε μια ανθρωποκτονία και σαράντα οκτώ απόπειρες ανθρωποκτονίας κατά συρροή και κατά συναυτουργία.
Επειδή, ο αιτών προβάλλει ότι κατά τον χρόνο ανακήρυξής του ως υποψήφιου προέδρου της Κοινότητας […], για τις κοινοτικές εκλογές της 15.10.2006, η ως άνω καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων δεν είχε καταστεί αμετάκλητη και ως εκ τούτου δεν συνέτρεχε κώλυμα εκλογιμότητας στο πρόσωπό του, εφόσον δεν υπαγόταν σε κανένα από τα κωλύματα που προβλέπει το άρθρο 29 παρ. 2 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, με συνέπεια να λάβει μέρος στις ανωτέρω εκλογές και να εκλεγεί κοινοτικός σύμβουλος. Κατά τον αιτούντα η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη διότι οι διατάξεις του άρθρου 146 παρ. 2 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, ερμηνευόμενες ενόψει της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρο 1 παρ. 2 Σ), του δικαιώματος συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ) και της αρχής της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης (άρθρο 52 του Σ), δεν καταλαμβάνουν την περίπτωση προσώπου το οποίο, μετά την έκδοση της πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης, ανακηρύχθηκε υποψήφιο, συμμετείχε στις εκλογές και εξελέγη δημοτικός ή κοινοτικός άρχοντας, δεδομένου ότι η επιβολή του μέτρου της αργίας εμποδίζει τον εκλεγέντα να ασκήσει τα καθήκοντά του παρά το γεγονός ότι ο νομοθέτης επιτρέπει τη συμμετοχή του στις εκλογές, με περαιτέρω συνέπεια να καθίσταται ανενεργό το δικαίωμά του για συμμετοχή στην πολιτική ζωή της χώρας. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο νομοθέτης σταθμίζοντας αφενός το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα καθενός για συμμετοχή στην πολιτική ζωή της χώρας και αφετέρου την ανάγκη διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος προβλέπει μεν ότι η καταδικαστική σε πρώτο βαθμό ποινική απόφαση για κακούργημα δεν συνιστά κώλυμα εκλογιμότητας, όμως σε περίπτωση εκλογής προσώπου κατά του οποίου έχει εκδοθεί πρωτοβάθμια καταδικαστική απόφαση επιβάλλεται εις βάρος του αυτοδίκαιη αργία, ως διοικητικό μέτρο, εωσότου εκδοθεί τελεσίδικη αθωωτική απόφαση, προκειμένου να μην ασκεί προσωρινώς τα καθήκοντα του δημοτικού ή κοινοτικού άρχοντα, το μέτρο δε αυτό μπορεί να εκτείνεται σε περισσότερες δημοτικές περιόδους.
Επειδή, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι νόμιμη εφόσον δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως ως αυτουργός ή συμμέτοχος σε κακούργημα. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, για τη θέση δημοτικού ή κοινοτικού άρχοντα σε αυτοδίκαιη αργία δεν απαιτείται, κατά το άρθρο 146 παρ. 2 α΄ και β΄ του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, αμετάκλητη απόφαση αλλά πρωτοβάθμια καταδικαστική απόφαση, η οποία εν προκειμένω έχει εκδοθεί.